- φιλόκωμος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Ανακρέοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ. κραιπαλό -κωμος].
Dictionary of Greek. 2013.